- λιπαροί
- λιπαρόςoilymasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιθάνθρακες — Τύπος απολιθωμένων ανθράκων, που περιέχουν 75 93% άνθρακα. Διακρίνονται σε διάφορες ποιότητες, ανάλογα με την ποσότητα των πτητικών ουσιών που παράγονται κατά την ξηρά απόσταξη τους: ισχνοί λ., με αδύνατη φλόγα και τη μικρότερη περιεκτικότητα σε… … Dictionary of Greek
λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… … Dictionary of Greek